Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἱ ἀναβάσεις

См. также в других словарях:

  • ἀναβάσεις — ἀνάβασις going up fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάβασις going up fem nom/acc pl (attic) ἀναβά̱σεις , ἀναβαίνω go up aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη …   Dictionary of Greek

  • Κατινάτσιο — (Catinaccio). Ορεινό συγκρότημα των δυτικών Δολομιτικών Άλπεων, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Διασχίζει τις κοιλάδες της Φάσα, του Ντιρόν, της Τιρ, την υψηλή κοιλάδα του Έγκα και της Κοσταλούνγκα. Οι υψηλότερες κορυφές της είναι η Αντερμόια… …   Dictionary of Greek

  • Λάουντα, Νίκι — (Niki Lauda, Βιέννη 1949 –). Αυστριακός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Γόνος εύπορης αυστριακής οικογένειας, συμμετείχε στον πρώτο αγώνα αυτοκινήτου το 1968, σε μια ειδική διαδρομή ανάβασης με ένα Mini Cooper, στον οποίο τερμάτισε δεύτερος …   Dictionary of Greek

  • Ναϊρόμπι — (Nairobi). Πόλη (2.411.900 κάτ. το 2002) της Κένυας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (684 τ. χλμ.) και της χώρας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.675 μ., κοντά σε μια ορεινή αλυσίδα, και διαρρέεται από τον ποταμό Ναϊρόμπι. Ιδρύθηκε περίπου το 1900 …   Dictionary of Greek

  • Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

  • Σαμονί — (Chamonix). Χειμερινό και θερινό τουριστικό κέντρο (περ. 8200 κάτ.) της ΝΑ Γαλλίας στο διαμέρισμα της Άνω Σαβοΐας. Χτισμένο σε υψόμετρο 1037 μ. πάνω στον ποταμό Αρβ, σε μία κοιλάδα που δεσπόζει στο Λευκό όρος, το Σ. αποτελεί την καλύτερη αφετηρία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»